- ψυχή
- I
Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά τις πρωινές ώρες. Τα θηλυκά δεν έχουν φτερά, είναι σκωληκόμορφα και γεννούν τα αβγά τους παρθενογονικά. Γνωστότερο είδος είναι η ψ. η μονόχρωμη, με χοντρό σώμα και κτενοειδείς κεραίες. Το μήκος της φτάνει έως τα 15 χιλιοστά.IIΓενικά, καλείται έτσι, η ζωτική αρχή, που ξεχωρίζει στη φύση τα ζώα από τα άψυχα όντα. Μια παραπέρα διάκριση μεταξύ του ανθρώπου και των ζώων θέτει το πρόβλημα ενός πιο συγκεκριμένου ορισμού της ανθρώπινης ψ., ενός ορισμού που να εξηγεί με την παρουσία της ψ. την πνευματικότητα (λογική, ευαισθησία, ηθική κλπ.) που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα. Το πρόβλημα τέθηκε από τη φιλοσοφία και από τη θρησκεία.Φιλοσοφική έννοια της ψυχής. Η αρχαία ελληνική φυσιοκρατία των προσωκρατικών δεν είχε μια πραγματική έννοια της ψ. και γι’ αυτό δέχτηκε μια ουσία –ο αέρας κατά τον Aναξιμένη ή η φωτιά κατά τον Ηράκλειτο– ως αρχή της ζωής του σύμπαντος και επομένως και του ανθρώπου. Ο Πλάτωνας διετύπωσε την πλήρη θεωρία της ψ.: είναι ουσία άυλη, άφθαρτη και επομένως αθάνατη· από αυτήν εξαρτώνται η γνώση και η ηθικότητα του ανθρώπου. Ο Αριστοτέλης όρισε την ψ. μορφή μιας ύλης, έτσι που το άτομο παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της στενής τους αλληλοσύνδεσης. Με τον τρόπο αυτό όμως η ψ. δεν μπορεί να υπάρχει πλέον μετά τον θάνατο.Η χριστιανική διδασκαλία για την ψ., ουσιαστικά πολύ πλησιέστερη στη θεωρία του Πλάτωνα, προσπάθησε σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα να συμβιβάσει τον αριστοτελισμό με την αρχή της αθανασίας. Αλλά η φιλοσοφία της Αναγέννησης απέδειξε το ασυμβίβαστό τους και επανεξέτασε το αριστοτελικό κείμενο ανεξάρτητα από θρησκευτικές προκαταλήψεις.Από τον Ντεκάρτ η ψ. θεωρήθηκε, κατά τον τρόπο του Aγίου Αυγουστίνου, ως ατομική συνείδηση στην οποία μπορούμε να ξαναβρούμε τον Θεό και ως πηγή κάθε βεβαιότητας. Αλλά και ο Ντεκάρτ δέχτηκε την ψ. ως πνευματική ουσία. Η νομιναλιστική πολεμική που ακολούθησε εναντίον της έννοιας της ουσίας, πρώτα τον 17o και αργότερα τον 18o αι., αποκάλυψε ότι η έννοια της ψυχής - ουσίας είναι κενή και αδιανόητη. Συγχρόνως η εμπειριοκρατία, με την ανακάλυψη του ψυχικού συνειρμού, επεξεργάστηκε την ιδέα της ψ. ως δέσμης αισθήσεων. Η κατεύθυνση της εμπειριοκρατίας επηρέασε και τον Καντ, που πίστευε ότι η συζήτηση για την ψ. δεν μπορούσε να καταλήξει πουθενά. Ο μετακαντιανός ιδεαλισμός μετατόπισε το ενδιαφέρον του προς υπερατομικές οντότητες (απόλυτο Εγώ, Πνεύμα, Ιστορία), ενώ ο θετικισμός ξαναγύρισε στην αντίληψη του συνειρμού, που υποστήριζε η εμπειριοκρατία για την ψυχή.Θρησκευτική έννοια της ψ. Η χριστιανική θρησκεία διδάσκει ότι η ψ. είναι μια ουσία άυλη, αθάνατη, δημιούργημα του Θεού, η οποία ρυθμίζει τη ζωή του σώματος. Ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα: η ψ. είναι αυτόνομη γιατί είναι πνεύμα ενώ το σώμα είναι ύλη. «Η ψ. είναι το πνευματικό μέρος του ανθρώπου, με το οποίο αυτός ζει, αντιλαμβάνεται και είναι ελεύθερος». Κατά τη διάρκεια της ζωής υπάρχει ενότητα ψυχής και σώματος και ο άνθρωπος συνθέτει μέσα του, με την ίδια τη σωματική του υπόσταση, τα στοιχεία του υλικού κόσμου, έτσι που αυτά μέσα από τον άνθρωπο φτάνουν στην έσχατη τελείωσή τους και αποκτούν φωνή για να υμνήσουν ελεύθερα τον Δημιουργό. Με τον θάνατο η ψ. χωρίζεται από το σώμα και εξακολουθεί να υπάρχει αιώνια. Η ψ. με την αθάνατη φύση της μπορεί από μόνη της vα αντιπροσωπεύει ολόκληρη την ανθρώπινη προσωπικότητα, που είναι υπεύθυνη απέναντι στον Θεό για κάθε πράξη που έκανε στη Γη. Η χριστιανική αυτή αντίληψη δεν βρίσκει αντιστοιχία σε όλες τις θρησκείες και ακόμα και μέσα στον χριστιανικό κόσμο μερικές λαϊκές αντιλήψεις προϋποθέτουν ιδέες περί ψ. που διαφέρουν από τα διδάγματα της Εκκλησίας.Στην ιστορία των θρησκειών διατυπώθηκαν πολυάριθμες αντιλήψεις πάνω στο τι κατά προσέγγιση μπορεί να είναι αυτό που λέγεται ψ. Μπορούμε όμως να προσπαθήσουμε να δώσουμε μια τυπολογική ταξινόμηση, ανατρέχοντας σε δύο στοιχειώδεις αντιλήψεις που μπορούν να συνδυαστούν κατά διαφόρους τρόπους: τη δυναμική αντίληψη και την περσοναλιστική αντίληψη. Δυναμική είναι αυτή που βλέπει κυρίως την ψ. ως απρόσωπη δύναμη που κάνει το σώμα να ζει. Μερικές φορές η δύναμη αυτή εδρεύει σε ένα μέρος του σώματος ή ταυτίζεται απόλυτα με αυτό. Άλλες φορές νοείται ως ζωτική πνοή, όπως η ίδια η αναπνοή του ανθρώπου: το ινδικό ατμάν, το ελληνικό ψυχή, το λατινικό animus π.χ., όλες λέξεις, που εκφράζουν διάφορες αντιλήψεις περί της ψ., προέρχονται από ρίζες που σημαίνουν την πνοή του ανέμου ή της αναπνοής. Η ίδια η λέξη πνεύμα (όπως και το λατινικό spiritus), με το οποίο χαρακτηρίζεται η ουσία της ψ., σήμαινε αρχικά τόσο τον άνεμο όσο και την αναπνοή. Και στο σημείο αυτό μπορούμε να θυμηθούμε πως και στη βιβλική περιγραφή της δημιουργίας του ανθρώπου, ο Θεός «ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού (του ανθρώπου) πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γένεσις, Β, 7). Περσοναλιστική αντίληψη, αντίθετα, είναι αυτή που θεωρεί την ψ. εικόνα του προσώπου, με μορφές που κατά κάποιο τρόπο απεικονίζουν το ζωντανό άτομο. Χαρακτηριστική στην περίπτωση αυτή είναι η ψυχή σκιά, της οποίας με μορφικά στοιχεία προέρχονται από την εμπειρία των πραγματικών σκιών που ρίχνουν τα σώματα. Μια παρόμοια αντίληψη βρίσκουμε π.χ. στην ετρουσκική θρησκεία.Ψυχιατρική και ψυχολογία. Όπως δείχνει η ετυμολογία των λέξεων (ψυχολογία = επιστήμη της ψυχής, ψυχιατρική = ιατρική της ψυχής), οι επιστήμες αυτές μελετούν τις ψυχικές λειτουργίες (συναίσθημα, νόηση, συνείδηση κλπ.) και τις αμοιβαίες σχέσεις τους, τα διάφορα επίπεδα ωριμότητας ή τις ανωμαλίες.* * *η, ΝΜΑ, και συγκεκομμένος τ. στον Ερωτόκρ. ψη Ν1. υποθετική, άυλη και άφθαρτη ουσία η οποία, ενωμένη με το σώμα, αποτελεί την ζωτική δύναμη κάθε έμβιου όντος, ζωτική πνοή2. (στον Όμ. και σύμφωνα με τη λαϊκή χριστιανική δοξασία) λεπτή, αερώδης και αόρατη ύλη, διακεχυμένη στο σώμα, που ως ομοίωμα και σκιά τού νεκρού εξέρχεται με εκπνοή από αυτό κατά τη στιγμή τού θανάτου και η οποία επιζεί κατοικώντας στον Άδη ή, κατά τους χριστιανούς, στον Παράδεισο ή στην Κόλαση3. η συναισθηματική και ηθική υπόσταση τού ανθρώπου, ο εσωτερικός του κόσμος (α. «το πρόσωπο είναι ο καθρέφτης τής ψυχής» β. «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου», ΚΔ)4. εσωτερικό σθένος, ζωντάνια, ενεργητικότητα, παληκαριά, θάρρος, ανδρεία (α. «πολέμησε με ψυχή» β. «τό λέει η ψυχή του» γ. «δεν έχει ψυχή μέσα του» δ. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς ψυχαῑς τῶν στρατιωτῶν χρησόμεθα», Ξεν.)5. συνεκδ. ανθρώπινη ύπαρξη, άνθρωπος (α. «ψυχή δεν φαίνεται πουθενά» β. «τόσες αθώες ψυχές χάθηκαν στον πόλεμο» γ. «ἐβαπτίσθησαν... τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ψυχαὶ ὡσεὶ τρισχίλιαι», ΚΔ)6. αγάπη, στοργή7. περιληπτική ονομασία τών εντόμων, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση συγκροτούν την τάξη λεπιδοπτερα, κν. σήμερα πεταλούδα8. μτφ. (για πράγμ. και πρόσ.) κύριο στοιχείο ή κινητήρια δύναμη ενός έργου, μιας προσπάθειας, ενός φαινομένου (α. «η διορατικότητα είναι η ψυχή τής πολιτικής δραστηριότητας» β. «ο Ψυχάρης ήταν η ψυχή τού δημοτικισμού» γ. «πᾱσα πολιτεία ψυχὴ πόλεων ἔστιν», Ισοκρ.δ. «τ' ἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψυχὴ βροτοῑς», Τιμοκλ.ε. «ἀρχὴ μὲν οὖν καὶ οἷον ψυχὴ ὁ μῡθος τῆς τραγῳδίας», Αριστοτ.)9. ως κύριο όν. Ψυχήμυθ. η ερωμένη τού θεού Έρωτανεοελλ.1. (φιλοσ.-θεολ.) η άυλη πλευρά ή ουσία τού ανθρώπινου όντος, στην οποία οφείλει ο άνθρωπος την ατομικότητα και την ανθρώπινη φύση του και η οποία θεωρείται συχνά συνώνυμο τού νου ή τού Εγώ2. (ειδικότερα) θεολ. το μέρος τού ατόμου που μετέχει στη θεϊκή ουσία και που, συχνά, πιστεύεται ότι είναι αθάνατη, ότι επιζεί και μετά τον θάνατο τού σώματος3. ο ψυχισμός4. ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας ψυχίδες5. τεχνολ. α) το κατακόρυφο, πλήρες ή με διάκενα, μέρος δοκού ή διαδοκίδας, που συνδέει τις έδρες ή τα πέλματά τηςβ) το μεταξύ κεφαλής και πέλματος παρεμβαλλόμενο έλασμα σιδηροτροχιάςγ) το κεντρικό μέρος σχοινιού ή συρματόσχοινουδ) το κεντρικό μέρος ηλεκτροφόρου αγωγού6. φρ. α) «η ψυχή τού σύμπαντος ή τού κόσμου»εκκλ. ο θεόςβ) «τού 'βγαλε την ψυχή» — τόν βασάνισε, τον ταλαιπώρησε ή τόν κούρασε πολύγ) «πιάστηκε η ψυχή μου»i) έχω δύσπνοιαii) μτφ. έχω αγωνίαδ) «δεν βαστά η ψυχή μου» — δεν αντέχωε) «βγήκε η ψυχή του» — πέθανεστ) «με όλη μου την ψυχή» — ολόψυχα, με όλες τις δυνάμεις μουζ) «μού βγήκε η ψυχή» — κουράστηκα ή ταλαιπωρήθηκα πολύη) «τό τραβάει η ψυχή του» — τό επιθυμεί πολύθ) «μια ψυχή πού 'ναι να βγει, ας βγει» — δηλώνει τελεσίδικη απόφαση ή εξάντληση υπομονήςι) «τί ψυχή έχει;» — λέγεται για κάτι το ασήμαντο, το ανάξιο λόγουια) «εκ βάθους ψυχής» — με κάθε ειλικρίνειαιβ) «καλή ψυχή» — ευχή για ευθανασία και ευνοϊκή κρίση από τον θεόιγ) «τί ψυχή θα παραδώσεις;» — απευθύνεται επιτιμητικά σε κάποιον που έχει διαπράξει πολλά αμαρτήματαμσν.είδος φυτούμσν.-αρχ.η επίγεια ζωή, βίωσηαρχ.1. (σχετικά με ζώα) ορμή, αγριότητα2. μτφ. σαρκικός πόθος3. φρ. α) «ψυχὴ Ὀρέστου» — ο Ορέστης (Σοφ.)β) «ἀπὸ τῆς ψυχῆς φιλεῑν» — η ολόψυχη, δυνατή αγάπη (Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψυχή πρέπει να εκληφθεί ως μεταρρηματικό παράγωγο τού ψύχω (Ι) «πνέω, φυσώ», το οποίο με τη σειρά του έχει σχηματιστεί πιθανότατα από αμάρτυρο τ. *ψύω με ενεστωτικό επίθημα -χω, που δηλώνει εμφατικά το τέλος τής πράξης (πρβλ. τρύω: τρύ-χω). Το θ. ψυ- τών τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής εκτεταμένης μορφής *bhs-eu- τής ινδοευρωπαϊκής ρίζας *bhes- «φυσώ, εκπνέω» (πρβλ. ψεύδομαι) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. a-psu «χωρίς πνοή». Προβλήματα, ωστόσο, παρουσιάζει για μηδενισμένη βαθμίδα η μακρότητα τού φωνήεντος -ῡ- τών τ., η οποία αποδίδεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στη δημιουργία ξεχωριστού μορφολογικού συστήματος ισχυρής βαθμίδας στην Ελληνική, ανεξάρτητης από την αρχική ινδοευρωπαϊκή δίφθογγο -eu- (πρβλ. τρύ-χω και την κατάληξη τών εις -μι ρ. -νῡμι / -νῠμαι). Η λ. ψυχή, με αρχική σημ. «ζωτική δύναμη κάθε έμβιου όντος, ζωτική πνοή», χρησιμοποιήθηκε ευρέως με ποικίλες θρησκευτικές, φιλοσοφικές και μεταφορικές διαστάσεις. Η λ., τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. με τη μορφή ψυχ(ο)-, πολλά από τα οποία, στην Νεοελληνική, είναι αντιδάνειοι επιστημον. όροι (πρβλ. ψυχ-ανάλυση, ψυχο-λογία κ.ά.).ΠΑΡ. ψυχάρι(ον), ψυχικός, ψυχώ(νω)αρχ.ψυχαῖος, ψυχήϊος, ψυχίδιον, ψυχίοναρχ.-μσν.ψυχόθεννεοελλ.ψυχερός, ψυχισμός, ψυχίτσα, ψυχούλα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ψυχαγωγός, ψυχοβλαβής, ψυχοβόρος, ψυχοειδής, ψυχοκτόνος, ψυχομαχώ, ψυχοπομπός, ψυχοφθόρος, ψυχωφελήςαρχ.ψυχέμπορος, ψυχογόνος, ψυχοδότης, ψυχολέτης, ψυχορραγήςαρχ.-μσν.ψυχαλγής, ψυχοσσόος, ψυχοστόλος, ψυχοτρόφοςμσν.ψύχαγνος, ψυχαπώλεια, ψυχάρπαξ, ψυχοκερδής, ψυχοτερπής, ψυχοτόκος, ψυχοφάγοςμσν.- νεοελλ.ψυχοπονώνεοελλ.ψυχαναγκασμός, ψυχανάλυση, ψυχανεμίζομαι, ψυχαπάτης, ψυχασθένεια, ψυχιατρική, ψυχοβγάλτης, ψυχογενής, ψυχογιός, ψυχογράφος, ψυχοδιαγνωστικός, ψυχοδιεγερτικός, ψυχόδραμα, ψυχοδυναμικός, ψυχοθεραπεία, ψυχοκόρη, ψυχοκρατία, ψυχολογία, ψυχομάνα, ψυχομετρία, ψυχοπάθεια, ψυχοπαίδι, ψυχοπιάνομαι, ψυχοπλακώνω, ψυχοπλάνος, ψυχοσάββατο, ψυχοσύνθεση, ψυχοσωματικός, ψυχοφάρμακα, ψυχοχάρτι(Β' συνθετικό) άψυχος, γυναικόψυχος, δειλόψυχος, έμψυχος, εύψυχος, καλόψυχος, μεγαλόψυχος, μικρόψυχος, ολόψυχος, ομόψυχος, σκληρόψυχος, σύμψυχοςαρχ.αντίψυχος, ασθενόψυχος, βαρύψυχος, δουλόψυχος, ελευθερόψυχος, ζημιόψυχος, θνητόψυχος, ιερόψυχος, ισόψυχος, ισχυρόψυχος, λαμπρόψυχος, λεοντόψυχος, μαλακόψυχος, πάμψυχος, πλατύψυχος, πλουσιόψυχος, πονηρόψυχος, σιδηρόψυχος, ταπεινόψυχος, υπέρψυχος, φιλόψυχοςνεοελλ.αγγελόψυχος, αγιόψυχος, αγριόψυχος, ανοιχτόψυχος, γενναιόψυχος, γιγαντόψυχος, επτάψυχος, κακόψυχος, λιγόψυχος, λιονταρόψυχος, λιπόψυχος, ξέψυχος, πετρόψυχος, πονόψυχος, σκυλόψυχος, στενόψυχος, χρυσόψυχος].
Dictionary of Greek. 2013.